Είναι απίστευτο το τι μπορείς να πετύχεις αν απλούστατα αρνηθείς να εγκαταλείψεις
Λοιπόν ήρθα για διακοπές στο χωρίο, πήρα τα αθλητικά παπούτσια μαζί μου, έχοντας σχέδια, ως συνήθως, για αθλητισμό.
Το πρώτο πρωινό, στις 0.00 6κτύπησε το ξυπνητήρι, με βρήκε στην ανηφοριά που οδηγεί από το χωριό προς τη κορυφή του Πάρνωνα. Είχα και τα δυο σκυλιά μαζί μου. Μετά από 20 λεπτά είχαμε κρεμάσει και οι τρεις τις γλώσσες μας και στο μυαλό μου άρχισε να φτερουγίζει εκείνη η φωνή που λέει «Οκ, αρκετά για πρώτη μέρα..μη ζορίζεσαι..μπορεί και να τραυματιστείς». Κούνησα το κεφάλι , κοίταξα τα σκυλιά μου, κοίταξα το δρόμο προς τα πίσω (εύκολη κατηφόρα), το δρόμο προς τη κορυφή και ήμουν έτοιμος να τα βροντήξω και να πάρω το κατήφορο για το δρόμο του γυρισμού και να στρογγυλοκαθίσω για πρωινό και καφέ.
Τότε αναλογίστηκα.. «Πως διάολε οι γονείς μου έκαναν αυτή τη διαδρομή 5 μέρες τη βδομάδα;» Σίγουρα δεν είχαν καλύτερη διατροφή από μένα, ούτε πιο κατάλληλα παπούτσια ή αθλητικά ρούχα. Στη πραγματικότητα αυτά που φορούσαν στα πόδια τους μόνο παπούτσια δεν τα έλεγες και τα ρούχα τους ήταν τα ίδια που φορούσαν στις δουλειές του χωραφιού (και όχι addidas). Και επιπλέον τις περισσότερες φορές κουβαλούσαν και πράγματα στη πλάτη , κάποιες φορές και εμένα πιτσιρίκι.
Τι ήταν αυτό που έκανε αυτούς τους ανθρώπους να ανεβοκατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά; Πως κατάφερναν να φτάνουν στα χωράφια μετά από 1.30 ώρα ανηφορικού δρόμου, να εργάζονται σκληρά όλη τη μέρα σκάβοντας τη γη, να επιστρέφουν με το σουρούπωμα και με τα άγρια χαράματα να ξανασκαρφαλόνουν στα ίδια κακοτράχαλα μονοπάτια του Πάρνωνα; (ο αυτοκινητόδρομος που πατούσα εγώ δεν υπήρχε τότε)
Αυτά αναρωτήθηκα και κοιτάζοντας προς το νεκροταφείο του χωριού (όπου βρίσκονται οι τάφοι τους) ντράπηκα. Δάγκωσα τα χείλη και ξεκίνησα ξανά. Μετά από κάνα τέταρτο φάνηκε η άκρη του δάσους. Νά την πάλι αυτή η εσωτερική φωνούλα.. η Αρχή του δάσους μια χαρά όριο είναι για τέλος της προσπάθειας. Θα το θυμάμαι και εύκολα..έφτασα μέχρι το δάσος θα λέω. Όμως και πάλι σκέφτηκα τους απλούς αγρότες (όπως και οι γονείς μου) που δεν εγκατέλειπαν. Όταν έβγαιναν το πρωί για να πάνε στη δουλειά , πήγαιναν. Δεν γύριζαν πίσω μετά από λίγο. Η δουλειά θα ολοκληρωνόταν.
Με το που πιάσαμε τον ίσκιο των κωνοφόρων δέντρων , σκέφτηκα αυτό που είπε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες όταν του είπαν ότι θα σκεπαστεί ο ήλιος από τα πολλά βέλη των Περσών. «Ωραία, θα δώσουμε τη μάχη υπό σκιά». Πήρα θάρρος και συνέχισα. Αλλά η ανηφόρα , ανηφόρα. Κάθε τόσο και λιγάκι τρεμόπαιζε η φωνούλα μέσα μου «οκ, οκ, μη το παίρνεις εγωιστικά. Δεν είσαι συνηθισμένος. Και να γυρίσεις πίσω, κανείς δεν θα το μάθει μέχρι που έφτασες.» «Ναι , αλλά τι κάνω για μένα, ρε γαμώτο!» φώναξα και τα σκυλιά ξαφνιάστηκαν από τη φωνή μου που ακούστηκε περίεργα στη σιγή του δάσους.
Είχα παραμελήσει να πάρω νερό και άρχισε να με πιέζει και η δίψα..χχμμ, έλεγα μέσα μου. Τα σκυλιά διψάνε και αυτά. Τι μου φταίνε τα καημένα. Ας γυρίσω τώρα..Μετά σκέφτηκα ότι υπάρχει ένα παλιοχάνι πιο πάνω που έχει μια βρυσούλα. Αν πιεζόμουν λίγο ακόμα θα φτάναμε να πιούμε από το δροσερό νεράκι. Λίγο ακόμα και θα κερδίζαμε τη δροσιά του. Φτάσαμε. Έπεσα βαρύς σε ένα ξύλινο παγκάκι , έβγαλα τα παπούτσια μου. Τα πόδια μου πονούσαν και ένα νύχι είχε ματώσει το ένα δάκτυλο. Δροσίστηκα και είπα. «Αυτό ήταν! Έκανα ότι μπορούσα! Αλλά με ματωμένο πόδι, είναι χαζό να συνεχίσω». Τα σκυλιά και αυτά με κοιτούσαν βαριανασαίνοντας σαν να λένε «Αρκετά βρε μπαμπά!! Μας έβγαλες τη γλώσσα σήμερα! Τι σε τσίμπησε πρωί πρωί!» Η εσωτερική φωνούλα της δικαιολογίας είχε πάρει το ζωοφιλικό της προφίλ.
Με τσάντισε που ήθελε αυτή να με κουμαντάρει. Δεν ήμουν παιδάκι. Σε αυτά τα μονοπάτια ο πατέρας μου δεν θα γύριζε ποτέ πίσω. Να βάλω την ουρά μου στα σκέλη και να γυρίσω πίσω νικημένος από ένα κόψιματάκι στο δάκτυλο; Τα σκυλιά δεν έχουν εγωισμό. Εγώ όμως έχω. Τον καλό εγωισμό εννοώ. Δεν θέλω να μουρμουράω και να διαλέγω συνεχώς τα εύκολα. «Θα φτάσω στο χωράφι» είπα κοιτάζοντας τα σκυλιά. «Ακολουθήστε με! Αλλιώς δεν έχει φαγητό το βράδυ!!»
Και τότε μου ήρθε η επιφώτηση. Οι γονείς μου πήγαιναν στα χωράφια / περιβόλια για να εξασφαλίσουν το φαγητό της οικογένειας. Με το αν θα έφταναν κάθε μέρα στο κτήμα, είχε άμεσο αντίκτυπο στην επιβίωσή μας. Όταν κάποιος έχει ισχυρά ΓΙΑΤΙ μπορεί να ξεπερνάει την ανηφόρα της ζωής ξανά και ξανά. Δεν σκέπτεται να γυρίσει πίσω, άπραγος, από τα μισά του δρόμου. Θα έπρεπε να λογοδοτήσει μπροστά στο άδειο τραπέζι της οικογένειας.
Φτάσαμε, έστω και με βάσανα, στο εγκαταλελειμμένο χωράφι . Είχε σχεδόν εξαφανιστεί από την άγρια βλάστηση του δάσους. Δεν υπήρχε καν νερό (στο λάκκο) για να ποτιστούν τα δέντρα και η γη για να γίνουν τα φρούτα και τα κηπευτικά. Σήμερα η γη που με μεγάλωσε δεν είχε τροφή να μου δώσει. Αλλά πήρα το μάθημά μου.
Όταν κάποιος δεν εγκαταλείπει, φτάνει στο στόχο του. Μπορεί να ταγίσει την οικογένειά του. Μπορεί να νοιώσει περήφανος για τον εαυτό του και να του γίνει συνήθεια η ιδέα της ολοκλήρωσης ενός στόχου, μιας νίκης σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής. Η επιμονή και η συνέχιση της ανηφορικής προσπάθειας στη ζωή, φέρνει φρούτα. Φέρνει επίσης βελτίωση στο σώμα , στο μυαλό , στη ψυχή. Είναι σημαντικό να σέβεσαι τον εαυτό σου και να εξαντλείς τις δυνατότητές σου. Είναι σημαντικό να μην ρίχνεις την ασπίδα μπροστά στις πρώτες δυσκολίες τις ζωής.
Επιστρέφοντας είδα από μακριά τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου. Οι κορφές τους κουνήθηκαν από τον άνεμο αλλά εμένα μου φάνηκε σαν χαιρετισμός στον νικητή. Γύρισα γεμάτος αποφασιστικότητα και με περηφάνια για τον εαυτό μου.
Τις επόμενες 10 μέρες κατάφερνα κάθε μέρα να φτάσω στη κορυφή, στο χωράφι. Και η φωνή της εγκατάλειψης έπαψε να με απασχολεί, να με επηρεάζει. Κάθε φορά που έκανε να ψελλίσει κάτι , της έλεγα. «Σκάσε! Δεν σε λαμβάνω υπόψη μου» και συνέχιζα!!!