Το Όλον
της Μαίρης Σταθουλοπούλου
Κάποτε το Μυαλό είπε στην Ψυχή: «Κρύψου, Ψυχή μου, μη σε βρουν και σε κατασπαράξουν. Θα σε προστατέψω εγώ από όποιον θελήσει να σε βλάψει.»
Και η ψυχή αυτό έκανε. Κρυβόταν σε διαδρόμους μυστικούς και ξεχασμένους… ώσπου ξεχάστηκε κι αυτή. Κανείς δε θυμόταν ότι υπήρχε… εκτός από το Μυαλό.
Αυτό καθόταν στα κρυφά και τη χάζευε που έπαιζε με τα όνειρα! Γελούσε κι έτρεχε εδώ κι εκεί, το αέρινο φόρεμά της ανέμιζε καθώς συναντούσε την αύρα το πρωί.
Το Μυαλό δεν έλεγε να τη φανερώσει στους άλλους. Την αγαπούσε τόσο, που φοβόταν μην του την κλέψουν. Ήθελε να είναι για πάντα η αγαπημένη του. Γι’ αυτό και την απασχολούσε με όποιον τρόπο μπορούσε: με την καθημερινότητα, τις ανούσιες κι ανώφελες αναζητήσεις των ανθρώπων…
Όμως την ψυχή δε μπόρεσε να την κρατήσει αιχμάλωτη για πολύ. Ένα βράδυ ήρθε ένα πλάσμα άλλο, της Νύχτας δημιούργημα, του Πόθου και του Ονείρου η εικόνα.
«Εεε!!», της είπε. «Τι κάνεις; Θέλεις να παίξουμε; Δε μου αρέσει που είμαι μόνο μου».
«Πώς με βρήκες;», είπε η Ψυχή. «Νόμιζα πως το μυαλό με είχε κρύψει καλά. Τι κάνεις εδώ, κοντά μου; Πρέπει να φύγεις, αν σε ανακαλύψει… δε θέλω να φανταστώ τι θα γίνει!»
«Μη φοβάσαι τόσο το Μυαλό. Είσαι πιο δυνατή από αυτό, δεν το ξέρεις; Σε ζηλεύει…»
«Όχι, είμαι σίγουρη ότι με αγαπάει!»
«Όταν αγαπάς κάποιον τον αφήνεις ελεύθερο, δεν τον αιχμαλωτίζεις!», είπε το πλάσμα.
Η Φαντασία, η καλύτερη φίλη της Ψυχής, συμφώνησε και το Συναίσθημα είπε: «Μανούλα μου, αυτό το Πλάσμα έχει δίκιο, νομίζω. Πολλές φορές σε έχω δει να στενοχωριέσαι και να μελαγχολείς, γιατί θα ήθελες να με αφήσεις κι εμένα να παίξω!
Μα πάντα μου λες πως με βλέπει το Μυαλό και θα με μαλώσει, και πιο πολύ φοβάσαι πως θα σε κρατήσει για πάντα εδώ, κλεισμένη σ’ αυτούς τους σκοτεινούς κι υπόγειους διαδρόμους. Κάνει κρύο, μανούλα, κι είμαστε μόνοι. Μα αυτό το πλάσμα που ήρθε, νομίζω πως λέει αλήθεια.»
Έτσι, η Ψυχή πείστηκε να αφήσει το Συναίσθημα να παίξει. Μέρες πολλές περπάτησε σε μια παλιά, ξεχασμένη γέφυρα που τη χώριζε από το Μυαλό. Πήγε με βήμα αποφασιστικό, στάθηκε μπροστά του και του είπε: «Άφησέ με ελεύθερη. Με κούρασες. Δε βλέπεις πως αρχίζεις να χάνεις τη δύναμή σου, αφού συνέχεια με βλέπεις με καχυποψία; Δείξε μου λίγη εμπιστοσύνη κι άφησέ με να κάνω μια φορά αυτό που μου αρέσει. Είμαι μόνη μου τόσο καιρό. Αν με αφήσεις να κάνω αυτό που θέλω για μια φορά, σου υπόσχομαι πως θα γυρίσω κοντά σου.»
Το Μυαλό στριφογύριζε νευρικό στους διαδρόμους της Σκέψης του. Δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Ήταν δυνατόν η αγαπημένη του να θέλει να ακολουθήσει ένα άγνωστο πλάσμα στην αβεβαιότητα; Μέχρι τώρα πίστευε πως έκανε το σωστό, πως προστάτευε την πολυαγαπημένη του Ψυχή όσο καλύτερα μπορούσε. Όμως την αγαπούσε και ήθελε να είναι χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Έτσι, αποφάσισε να της δείξει εμπιστοσύνη, σίγουρο πως θα ξαναγυρνούσε σε αυτό.
«Εντάξει, της είπε. Θα σε αφήσω ελεύθερη. Όμως να ξέρεις ότι θα είμαι πάντα κοντά σου να βλέπω τι κάνεις. Θα σε προσέχω, γιατί δε θέλω να πάθεις κανένα κακό.»
Η Ψυχή δεν πίστευε στ’ αυτιά της! Κατάλαβε πως στ’ αλήθεια την αγαπούσε για να κάνει μια τόσο γενναιόδωρη κίνηση.
Γύρισε και βρήκε το παράξενο πλάσμα. Εκείνο την περίμενε στο ίδιο σημείο που την είχε πρωτοσυναντήσει. Πιάστηκαν από το χέρι και ξεκίνησαν μαζί να περπατούν. Ένα ουράνιο τόξο άρχισε να φαίνεται ψηλά και η ψυχή χαμογέλασε. Τα όμορφα χρώματα της άρεσαν. Ένιωθε μια ζεστασιά και σιγά σιγά άρχισε να γελά. Το πλάσμα της έκανε αστεία κι αυτή παραξενευόταν που τόσο καιρό δεν είχε καταλάβει πόσο κρύωνε και πόσο της έλειπε η χαρά. Το πλάσμα της είπε πως είχε έρθει για να της πει πόσο δυνατή είναι και πως είναι ανάγκη να δείχνει εμπιστοσύνη στο παιδί της, το Συναίσθημα. Το μυαλό είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει τις ανάγκες της μερικές φορές.
«Σίγουρα», είπε η Ψυχή. «Όμως, με βλέπεις έτσι, επειδή τόσο καιρό το μυαλό αποφάσιζε για μένα το πιο ασφαλές.»
«Ήταν όμως και το πιο ευτυχές;», ρώτησε το πλάσμα.
«Δε μπορώ να φύγω μακριά του. Θα ήταν καταστροφικό για μένα. Η ευτυχία μου θα ήταν εσείς να γίνετε φίλοι.», απάντησε εκείνη.
Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει. Βλέπω με πόση καχυποψία μας κοιτάζει τόση ώρα από μακριά. Όμως μπορώ να σου υποσχεθώ πως θα είμαι κοντά σου όταν με θες. Θα περπατώ σε δρόμους κοντινούς σε σένα, θα σε κοιτάζω κι εσύ όταν το θες θα κάνεις παρέα μαζί μου. Θα είμαστε μαζί όταν μπορούμε.»
Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ήταν ό, τι καλύτερο είχε ακούσει η Ψυχή. Ήταν ευτυχισμένη που την είχε αφήσει για λίγο ελεύθερη. Τίποτα κακό δεν είχε συμβεί. Είδε πως δεν υπάρχει μόνο φόβος και ασχήμια. Είχε κερδίσει την Αγάπη.
Η Ψυχή στο εξής στάθηκε ανάμεσα στο Μυαλό και το πλάσμα και βάδισαν κι οι τρεις πλάι πλάι, στο μακρύ δρόμο…